- κατακρυφή
- κατακρυφή, ἡ (Α) [κατακρύπτω]1. τρόπος απόκρυψης2. υπεκφυγή («ἀλλ' ἐρῶοὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακρυφάν — κατακρυφά̱ν , κατακρυφή means of concealment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)